- συρράπτω
- ΝΜΑ [ῥάπτω]1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.)2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού»)3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη από διάφορες πηγές («εἴ τις ὀλίγα ἐκ τῆς γραφῆς συνερανίσαιτο ῥήματα καὶ ταῡτα συγκολλᾱν πειρῷτο ἀεὶ καὶ συρράπτειν πρὸς ἕκαστα», Θεμίστ.)μσν.-αρχ.μηχανορραφώ, σκευωρώαρχ.φρ. α) «ξυρράπτω τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων» — αποστομώνω τους ανθρώπους (Πλάτ.)β) «συρράπτω τὰς ἐπιθυμίας ταῑς ἀπολαύσεσι» — ικανοποιώ τις επιθυμίες μου αμέσως (Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.