συρράπτω

συρράπτω
ΝΜΑ [ῥάπτω]
1. ράβω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συνενώνω με ραφή («δέρματα συρράπτειν νεύρῳ βοός», Ησίοδ.)
2. συνάπτω, συνδέω, συνενώνω («συρράπτω τα φύλλα χαρτιού»)
3. συναρμολογώ από διάφορα τεμάχια, ιδίως συνθέτω σύγγραμμα παίρνοντας ύλη από διάφορες πηγές («εἴ τις ὀλίγα ἐκ τῆς γραφῆς συνερανίσαιτο ῥήματα καὶ ταῡτα συγκολλᾱν πειρῷτο ἀεὶ καὶ συρράπτειν πρὸς ἕκαστα», Θεμίστ.)
μσν.-αρχ.
μηχανορραφώ, σκευωρώ
αρχ.
φρ. α) «ξυρράπτω τὰ στόματα τῶν ἀνθρώπων» — αποστομώνω τους ανθρώπους (Πλάτ.)
β) «συρράπτω τὰς ἐπιθυμίας ταῑς ἀπολαύσεσι» — ικανοποιώ τις επιθυμίες μου αμέσως (Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συρράπτω — sew pres subj act 1st sg συρράπτω sew pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρράπτω — συρράπτω, συνέρραψα, (να συρράψω) βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνερραμμένα — συρράπτω sew perf part mp neut nom/voc/acc pl συνερραμμένᾱ , συρράπτω sew perf part mp fem nom/voc/acc dual συνερραμμένᾱ , συρράπτω sew perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερράφη — συρράπτω sew plup ind act 3rd sg (doric aeolic) συρράπτω sew plup ind act 1st sg συρράπτω sew aor ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνέρραφεν — συρράπτω sew plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) συρράπτω sew perf ind act 3rd sg συρράπτω sew aor ind pass 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρράπτετε — συρράπτω sew pres imperat act 2nd pl συρράπτω sew pres ind act 2nd pl συρράπτω sew imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρράψει — συρράπτω sew aor subj act 3rd sg (epic) συρράπτω sew fut ind mid 2nd sg συρράπτω sew fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνέρραπτον — συρράπτω sew imperf ind act 3rd pl συρράπτω sew imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυρράψαι — συρράπτω sew aor inf act ξυρράψαῑ , συρράπτω sew aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνερραμμέναι — συρράπτω sew perf part mp fem nom/voc pl συνερραμμένᾱͅ , συρράπτω sew perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”